περιστροφῆς

περιστροφῆς
περιστροφή
turning
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αστρική περίοδος περιστροφής — Το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ένα ουράνιο σώμα κάνει μια πλήρη περιστροφή γύρω από ένα κύριο σώμα, σε σχέση με τα άστρα. Όταν το σώμα που περιστρέφεται είναι η Σελήνη και το κύριο σώμα η Γη, τότε η α.π.π. λέγεται αστρικός μήνας, ενώ όταν το… …   Dictionary of Greek

  • γυροσκόπιο — Στερεό που μπορεί να περιστρέφεται γρήγορα γύρω από έναν άξονα, ο οποίος διέρχεται από το κέντρο βάρους του. Το στερεό είναι επίσης συμμετρικό εκ περιστροφής γύρω από τον άξονα αυτό. Μία συνηθισμένη συσκευή γ. είναι αυτή στην οποία ο σφόνδυλος… …   Dictionary of Greek

  • αδράνεια — Η αντίδραση που προβάλλει ένα σώμα σε κάθε μεταβολή της κατάστασής του, είτε από ηρεμία σε κίνηση, είτε από κίνηση σε ηρεμία. Οι συνήθεις εκφράσεις α. ενός σώματος και κίνηση από την α. χρησιμοποιούνται όταν θέλουμε να εκφράσουμε: στην πρώτη… …   Dictionary of Greek

  • μετάπτωση — Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μεταπίπτω. Ξαφνική μεταβολή θέσης ή κατάστασης. (Αστρον.). Η ελκτική δύναμη του Ήλιου, καθώς ενεργεί επί του άξονα περιστροφής της Γης, επειδή το μήκος της ισημερινής διαμέτρου της Γης είναι μεγαλύτερο από τη… …   Dictionary of Greek

  • επιφάνεια — I (Γεωμ.). Όρος που χαρακτηρίζει για τον συνηθισμένο χώρο κάθε σύνολο από σημεία (x, ψ, z) του χώρου με x = x (u, υ), ψ = ψ (u, υ), z = z (u, υ), όπου οι συναρτήσεις: (1) χ (u, υ), ψ (u, υ), z (u, υ) νοούνται ορισμένες σε ένα υποσύνολο του… …   Dictionary of Greek

  • θεοδόλιχος — Τοπογραφικό όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση, με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια, των αζιμουθιακών και ζενιθιακών γωνιών, που είναι απαραίτητες για τον τριγωνισμό, δηλαδή τον προσδιορισμό της θέσης σημείων της γήινης επιφάνειας, τα οποία έχουν… …   Dictionary of Greek

  • ελικόπτερο — Εναέριο όχημα του οποίου η στήριξη και η πρόωση παράγονται από μία ή περισσότερες μεγάλες έλικες μεταβλητού βήματος, που κινούνται από ενδοθερμικούς κινητήρες. Ο άξονας περιστροφής των ελίκων είναι κάθετος ή περίπου κάθετος και, ανάλογα με την… …   Dictionary of Greek

  • στροφόμετρο — Συσκευή για τη μέτρηση της ταχύτητας, και ιδιαίτερα της μέσης γωνιακής ταχύτητας, ενός σώματος που περιστρέφεται. Ο απλούστερος τύπος σ. αποτελείται από ένα μετρητή περιστροφών, που συνδέεται με άμεση επαφή ή με οδοντωτούς τροχούς μ’ ένα άξονα… …   Dictionary of Greek

  • ελλειψοειδές — Στη γεωμετρία, ε. ονομάζεται μια επιφάνεια δευτέρου βαθμού, μη εκφυλισμένη (που δεν είναι, δηλαδή, ούτε κώνος ούτε κύλινδρος ούτε ένα ζεύγος επιπέδων) και χωρίς σημεία στο άπειρο (περιορισμένη). Μια ειδική περίπτωση του ε. είναι η σφαίρα. Επίσης …   Dictionary of Greek

  • άξονας — Στη μηχανολογία, είναι όργανο που προορίζεται για τη μετάδοση κίνησης. Πιο συγκεκριμένα, ο περιστρεφόμενος ά. έχει προορισμό τη μετάδοση από το ένα άκρο του στο άλλο μιας ροπής στρέψης, που εφαρμόζεται σε ένα επίπεδο κάθετο στον ά. περιστροφής.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”